cello

Ο 17ος αιώνας αφήνει στους ευρωπαίους μουσικούς μια σειρά εκφραστικών τρόπων μεγάλης ποικιλίας. «Πολλά δεσμά συντρίφτηκαν και πολλές Βαστίλλες έπεσαν.

Η δικτατορία της φωνητικής πολυφωνίας έχει τελειώσει. Τα όργανα, τόσον καιρό παραγνωρισμένα, κατέχουν απ’ εδώ κι εμπρός μια θέση τιμητική και γεννούν μια καινούργια μουσική φιλολογία, εξαιρετικά εκλεπτισμένη. Χάρη στην καντάτα, στο ορατόριο, στα ρετσιτατίβα, στις άριες και στο τραγουδιστό θέατρο, γεννιέται ο λυρικός λόγος.»[2]

Η εξέλιξη και οι καινοτομίες στην κατασκευή των μουσικών οργάνων δημιουργούν «ένα ρεύμα περιέργειας, ενδιαφέροντος και ζήλου που ευεργετεί τη μουσική. Έτσι γεννήθηκε η αγάπη του μεγάλου κοινού για τη ‘συναυλία’, που δεν εμφανίσθηκε παρα τον 17ο αιώνα ...

… Ως τότε οι εκτελεστές… δεν ήταν παρα ‘εξειδικευμένοι’ λακέδες στην υπηρεσία των μεγαλαφεντάδων.»[3]

Το 1656, στο PalaisRoyal δόθηκε η πρώτη δημόσια συναυλία με εισιτήριο.[4] Η ενόργανη μουσική παύει να απευθύνεται και να αποτελεί ευχαρίστηση αποκλειστικά μιας ελίτ.

Επικρατεί το ομοφωνικό στιλ. Με την θεωρητικοποίηση των όρων της αρμονίας – σαν απόδειξη της σχέσης ευδαιμονίας και επιστήμης - η μουσική δεν είναι πλέον μόνο ένα φυσικά τακτοποιημένο σύνολο. Της επιβάλλεται η κυριαρχία του ορθού λόγου και της επιστημονικής παράστασης του κόσμου.

Το 1700, «…ο Ραμώ είναι δεκαεπτά χρονών, ο Μπαχ και ο Χαίντελ δεκαπέντε… Ο ένας μετά τον άλλον, με όλη την κανονικότητα και την ακρίβεια των εισόδων του θέματος μιας φούγκας, θα τους ακολουθήσουν, σε μια απόσταση ευλαβική, ο Γκλούκ, ο Χάυντν και ο Μότσαρτ, ολοκληρώνοντας την περίλαμπρη εξάδα των μεγαλοφυιών που θα δώσουν τον τόνο στον αιώνα τους.»[5]

Στις αρχές του 18ου αιώνα στη Νάπολη ο Scarlatti δίνει νέα μορφή στην όπερα, καταξιώνοντας με την ιδιοφυία του τις μορφές και την τεχνική που κληροδότησε η Βενετία. Η ναπολιτάνικη σχολή θα αποτελέσει την απόλυτη πηγή επιρροής των γερμανών συνθετών.

Η εξέλιξη της όπερας επηρέασε και το επίπεδο της κοινωνικής αυτοσυνείδησης της μουσικής. Υπήρξε το πεδίο ενός αγώνα που όχι μόνο εξέφρασε την αντίθεση της παραδοσιακής κοινωνίας με την αναδυόμενη τάξη πραγμάτων αλλά, παρουσίασε την αντίθεση δυο κοσμοθεωριών, δυο διαφορετικών αντιλήψεων για τον ίδιο τον πολιτισμό. Οι αστοί ήθελαν να εμφανιστούν και ως φορείς ενός ανώτερου πολιτισμού, μιας πληρέστερης ηθικής, μιας ωραιότερης αισθητικής αντίληψης του κόσμου. Στο χώρο της όπερας, που θεωρείτο προνομιακός χώρος της αριστοκρατίας, έδωσαν τη μάχη τους.

Στη Γαλλία οι μπουφφόνοι[6] είναι σε αντιπαράθεση με τους ramoneurs[7]. Οι πρώτοι υποστηρίζονται από τη βασίλισσα, τους εγκυκλοπαιδιστές και τους φιλόσοφους του σαλονιού. Οι δεύτεροι από τον βασιλιά καιτην Πομπαντούρ. Ο Βολταίρος και ο Ντιντερό κρατιόντουσαν παράμερα…

Ο Rousseau[8] θεωρεί ότι η μουσική πρέπει να είναι μια γλώσσα, να θυμίζει συνομιλία και κατά συνέπεια να επιτρέπει την πολιτική τάξη.

Οι ‘συμφωνιστές’ της σχολής του Μάνχαϊμ, συσπειρωμένοι γύρω από τον Stamitz, δημιουργούν ένα ενόργανο ύφος λογικά ισορροπημένο και τελειοποιούν την αρχιτεκτονική της συμφωνικής μορφής.

Στην Ιταλία ‘διδάσκουν’ ο Sammartini και ο ‘πάντρε’ Martini.

Στη Γερμανία, οι ‘διάδοχοι’ του Stamitz. Ανάμεσά τους ο Telemann, ο Hasse και οι γιοι του Μπαχ.

Με τον Gluck, η τάση ‘της επιστροφής στη φύση’ που είχε δημιουργήσει και την opera – buffa, ολοκληρώνεται μεταρρυθμίζοντας την όπερα. Ξεφεύγει από τα μειονεκτήματα της ναπολιτάνικης σχολής: την κατάχρηση της φωνητικής δεξιοτεχνίας, τους castrati, το ασύνδετο της δράσης, τον φόρτο των ερωτικών ραδιουργιών.

Ο ερχομός της επανάστασης στη Γαλλία, φέρνει την πολιτική στο χώρο της σύνθεσης. Γεννιέται ένας λαϊκός μυστικισμός εμπνευσμένος από ρωμαϊκά και ελληνικά πρότυπα. Η τέχνη θα γίνει όργανο της κυβέρνησης. «…Οι αιματηρές σκηνές εναλλάσσονται μ’ επεισόδια τρυφερότερα, ειδυλλιακά οράματα και φιλοσοφικά σύμβολα…

…Οι μούσες βγαίνουν από τα παλάτια και τα σαλόνια για να κατέβουν στους δρόμους… Επι δέκα χρόνια η μουσική θα εκτελεί παραγγελίες με ‘άνωθεν’ εντολή…Έτσι θα τελειώσει μέσα σε μια τραχιά και αυστηρή κοινωνική πειθαρχία η εξέλιξη της αξιαγάπητης, κομψής και αριστοκρατικής τέχνης του 18ου αιώνα που είχε γεννήσει τόσα και τόσα αριστουργήματα κυοφορημένα μέσα στην ξεγνοιασιά και στην ευφορία.»[9]

Αξιοσημείωτη είναι επίσης μια πρακτική του 18ου αιώνα που ονομάσθηκε ars combinatoria. Είναι προσπάθεια για μουσική σύνθεση με βάση τα τυχερά παιχνίδια[10]. Ο L. Hiller τη χαρακτηρίζει πρόδρομο της μουσικής σύνθεσης με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή[11].
--------------------------------------------------------------------------------

[1] Χάρης Ξανθουδάκης, Κομμάτια και αντικείμενα, άρθρο, εφ. ‘Το Βήμα’, 17/12/2000

[2]E. Vuillermoz: Ιστορία της Μουσικής, εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1979

[3] Βυλερμόζ

[4]JacquesAttali, Θόρυβοι, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1991

[5]Βυλερμόζ

[6] Φίλοι της ιταλικής “κωμικής” όπερας (opera buffa)

[7] Υποστηρικτές του Ραμώ…

[8] Essai sur l origine des langues. Είναι γνωστή και αξιομνημόνευτη η αντιπαράθεση του με τον Ραμώ, τον οποίο ο Βολταίρος αποκαλούσε Ευκλείδη-Ορφέα. Ο Rousseau υπήρξε μουσικός και ο ίδιος, και χρησιμοποίησε τη μουσική έκφραση και τις δυνατότητές της για να σταθεροποιήσει τις ευρύτερες θεωρίες του. Ο Διαφωτισμός θεώρησε τη μουσική υποδειγματική τέχνη και ο Rousseau της απέδωσε ανάλογη περιωπή.

[9] Βυλερμόζ

[10] Προσφιλής σε συνθέτες όπως ο Haydn και ο Mozart στον οποίο αποδίδεται μια μουσική σύνθεση 64 μέτρων με τον τίτλο ‘Μουσικά παιχνίδια με ζάρι’

(K. Anh. 294d, 1787)

[11] Hiller L. A., Music Composed with Computers: A Historical Survey, In: the Computer and Music, H. Lincoln, ed. Ithaca N.Y.: Cornell University Press, 1970
vouliakis