OrffKatze

Για τους περισσότερους, ο γερμανός συνθέτης Carl Orff (1895-1982) είναι γνωστός, κυρίως, για το “σύστημα Orff”και για τα Carmina Burana (1937).

Ο Orff, άρχισε μαθήματα πιάνου όταν ήταν πέντε χρονών, με δασκάλα τη μητέρα του. Σπούδασε στην Ακαδημία του Μονάχου (Akademie der Tonkunst) και αργότερα (1920) με τον Heinrich Kaminski. Από παιδί συνέθεσε μουσική, ενώ καθιερώθηκε ως διευθυντής ορχήστρας (1915-1917, διευθυντής της Munich Kammerspiele, 1917-1919 στο Μάνχαϊμ και στο Ντάρμσταατ). Μετά από συμβουλές του μέντορα -και φίλου του- Curt Sachs, σύντομα αφοσιώνεται στη μελέτη αναγεννησιακών και πρώιμων μπαρόκ συνθετών, όπως του Claudio Monteverdi.

Schulwerk, εργασία στο σχολείο.

Το 1924, μαζί με την Dorothee Günther ιδρύει μια σχολή για γυμναστική, μουσική και χορό (Güntherschule), όπου διδάσκει και πειραματίζεται. Εδώ βρίσκονται και οι απαρχές του συστήματος Orff (Orff Schulwerk). Μια στοιχειώδης -αλλά όχι αφηρημένη- μουσική που της ενσωματώνει στοιχεία ομιλίας, τραγουδιού, κίνησης και χορού, είναι το "επίκεντρο". Θα την ονομάσει στοιχειακή μουσική. Η απλή συνοδεία με όργανα επιτρέπει ακόμα και σε κάποιον που δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με τη μουσική να "παίξει", να συμμετέχει σε κάποιο κομμάτι με σχετική ευκολία.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, o Karl Maendler θα βοηθήσει στο σχεδιασμό των "οργάνων Orff". Τα κρουστά όργανα, έχουν μεγάλη σημασία για το "σύστημα". Το ostinato τους, όπως και κάθε ostinato που προκύπτει π.χ. από επαναλαμβανόμενα ρυθμικά, μελωδικά ή λεκτικά μοτίβα, παίζει τον ρόλο του στοιχείου που δίνει μορφή σε όλους τους αυτοσχεδιασμούς. Επίσης, τα όργανα Orff, προσφέρουν -μαζί με τα ακουστικά ερεθίσματα- και οπτικά ερεθίσματα στον μαθητή, προκαλώντας τον να τα εξερευνήσει, να πειραματισθεί.

orffinstruments

Από το 1931, η διδασκαλία του Orff κινεί το ενδιαφέρον γερμανών παιδαγωγών, όμως σύντομα θα έρθει σε ρήξη με το τρέχον ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα στη Γερμανία. Κάποιες εκδόσεις θα αποσυρθούν επειδή περιέχουν ποιήματα κάποιων που δεν είναι πλέον αποδεκτοί από τη ναζιστική πραγματικότητα. Το 1944 θα κλείσει λόγω πολιτικών πιέσεων και η σχολή της Günther, ενώ λίγο αργότερα το κτίριο θα καταστραφεί στους βομβαρδισμούς.

Μετά τον πόλεμο, η Βαυαρική Ραδιοφωνία ανέθεσε στον Carl Orff τη δημιουργία μιας σειράς εκπομπών για παιδιά. Η μεγάλη επιτυχία αυτών των εκπομπών ήταν η αφορμή να ασχοληθεί και πάλι ο Orff με την εκπαίδευση. Οι εκπομπές και μερικές δημοσιεύσεις του προξένησαν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Θα δηλώσει τότε : "… η τραγική διακοπή της προηγούμενης δουλειάς μου ήταν τελικά μια ευτυχής συγκυρία… μετά από τόσα χρόνια μέσω της πείρας μου ανακάλυψα, ότι η μουσική εκπαίδευση του παιδιού πρέπει να αρχίζει από την προσχολική ηλικία. Κατάλαβα ότι αυτό που έλειπε από την παλαιότερη δουλειά μου, ήταν το ότι δεν έδωσα έμφαση στη φωνή που τραγουδά, στο λόγο… Το παιδί, εντελώς ενστικτωδώς, κινείται, τραγουδά, παίζει κι όλα αυτά γίνονται ταυτόχρονα και φυσιολογικά. Το κλειδί ήταν αυτό που από παλιά πίστευα και ονόμαζα βασική ή στοιχειακή μουσική. Τι είναι όμως αυτή η μουσική; Ποτέ η μουσική από μόνη της αλλά συνδεδεμένη με το λόγο, την κίνηση, το χορό• μουσική όχι για ακρόαση, αλλά μουσική που αποκτά νόημα μόνο αν συμμετέχεις ενεργά μέσα της"

Με τη βοήθεια της Gunild Keetman, παλιάς μαθήτριας στη Güntherschule, ο Orff θα ολοκληρώσει τους πέντε τόμους της Μουσικής για Παιδιά (1950-1954). Πολλές χώρες άρχισαν τώρα να πειραματίζονται, ενώ αρκετοί παιδαγωγοί (όπως ο Kodaly) προχωρούν σε δικές τους διατυπώσεις με αφετηρία της ιδέες του Orff. Το σύστημα της Μουσικής Προπαίδειας στη Γερμανία έχει βάση αυτά που πρωτοέδειξε ο Orff για τη μουσικοκινητική αγωγή.

Από το 1960, με υποστήριξη της αυστριακής κυβέρνησης, το σύστημα Orff αποκτά τον επίσημο μόνιμο εκφραστή του όταν ιδρύεται στο Salzburg το Ινστιτούτο Orff, ως τμήμα του Κρατικού Μουσικού Δραματικού Πανεπιστημίου "Mozarteum".
Στην Ελλάδα, το σύστημα Orff θα γίνει γνωστό από το 1964, με πρωτοβουλία της χορογράφου Πολυξένης Ματέυ Ρουσοπούλου (1902-1999).

O συνθέτης Carl Orff

Orff

Τα Carmina Burana είναι μια “σκηνική καντάτα”, πρώτο μέρος μιας τριλογίας που ονομάζεται Trionfi (Θρίαμβοι) Η τριλογία, -που περιλαμβάνει επίσης τα Catulli Carmina και τον Trionfo di Afrodite- αντανακλά το ενδιαφέρον του Orff για τη γερμανική μεσαιωνική ποίηση. Το έργο, που εξυμνεί τον θρίαμβο του ανθρώπινου πνεύματος μέσα από σεξουαλική και ολιστική ισορροπία, βασίζεται σε ερωτικούς στίχους του 13ου αιώνα, οι οποίοι βρέθηκαν στη Βαυαρία. Στην τριλογία, ο Orff, αν και “μοντέρνος” σε ορισμένες τεχνικές σύνθεσης, στάθηκε ικανός να αποδώσει το μεσαιωνικό πνεύμα, χρησιμοποιώντας εύκολες τονικότητες και “μεταδοτικούς” ρυθμούς. Τα μεσαιωνικά ποιήματα, γραμμένα σε μια πρώιμη μορφή γερμανικής γλώσσας και στα λατινικά, είναι συχνά “πικάντικα”, σόκιν, αγγίζουν το όριο της βωμολοχίας.

Εδώ, ας κάνουμε μια ιστορική παρενθετική προσθήκη. Τα Carmina Burana είναι ίσως το πιο διάσημο μουσικό έργο που γράφτηκε και έκανε πρεμιέρα στη ναζιστική Γερμανία. Ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις για συνεργασία ή όχι του Carl Orff με το ναζιστικό κόμμα, τα Carmina Burana υπήρξαν δημοφιλή στη Γερμανία και την πρεμιέρα τους ακολούθησαν κι άλλες παραστάσεις. Βέβαια, κάποιοι ναζί κριτικοί έσπευσαν να τα χαρακτηρίσουν “εκφυλισμένα” (Entartete) και να συνδέσουν το έργο με την περιβόητη έκθεση εκφυλισμένης τέχνης που οργανώθηκε την ίδια χρονιά. Όμως, ήταν τόση η επιτυχία του έργου, ώστε να ανατεθεί στον Orff η σύνθεση, στη Βιέννη, μουσικής για το “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας” του Σαίξπηρ. Μουσική που θα αντικαθιστούσε την “απαγορευμένη” μουσική του Mendelssohn.

Ο Carl Orff ήταν προσωπικός φίλος του Karl Huber, ιδρυτικού μέλους του αντιστασιακού κινήματος Die Weiße Rose (Το Λευκό Ρόδο). Ο Huber εκτελέστηκε από τη Gestapo το 1943. Μετά από τον πόλεμο, ο Orff ανέφερε ότι υπήρξε και ο ίδιος μέλος του κινήματος, όμως αυτό δεν έχει αποδειχθεί αφού πέρα από τα δικά του λόγια, δεν υπήρξε καμία άλλη μαρτυρία που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του.

Ένα άλλο μέλος του Λευκού Ρόδου , η Sophie Scholl και η τραγική ιστορία της, υπήρξε μάλλον η αφορμή για την όπερα Αντιγόνη (1949) βασισμένη στην τραγωδία του Σοφοκλή και με κείμενο μια εξαίρετη μετάφραση στα γερμανικά από τον Friedrich Hölderlin.

O Orff δεν ήταν πρόθυμος να ονομάσει κάποιο από τα έργα του, απλώς, όπερα. Για την Αντιγόνη προτίμησε τον όρο “μουσική σκηνή” (Vertonung). Η ενορχήστρωση στηρίζεται στα κρουστά όργανα και είναι εξαιρετικά απλή, κάποιοι θα τη χαρακτήριζαν “μινιμαλιστική”. Για τα έργα του Der Mond (1939) και Die Kluge (1943) χρησιμοποιεί τον όρο Märchenoper (παραμύθι-όπερα). Σ’ αυτά τα δύο -βασισμένα σε παραμύθια των αδερφών Grimm- υπάρχει πάλι εκείνος ο μεσαιωνικός ήχος, που ο Orff πετυχαίνει χωρίς να αντιγράψει μουσικά ιδιώματα της εποχής. Οι μελωδίες, οι ρυθμοί, οι στίχοι απομνημονεύονται από τον ακροατή τόσο εύκολα που μπορείς να τα θυμάσαι για χρόνια, αν τα έχεις ακούσει έστω και μια φορά. Σπάνιο και αψεγάδιαστο ταίριασμα λέξεων και μουσικής.

Τα έργα του είναι γεμάτα μυστικισμό και παγανιστική έμπνευση, τονική διαύγεια και επιβλητικό ηχόχρωμα. Ο Orff, επίσης, δίδαξε (1959-1960) στην Μουσική Ακαδημία του Μονάχου, εκεί που είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του ως σπουδαστής.
Εδώ, ας αναφέρουμε μερικά ακόμα έργα του: Comoedia de Cristi Resurrectione (1957), Οιδίπους Τύραννος (1959), Προμηθέας (1968)...

Στις 20 Αυγούστου του 1973, στο μουσικό φεστιβάλ του Salzburg, ήταν η πρεμιέρα του De Temporum Fine Comoedia, τελευταίου έργου του Carl Orff. Τη Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Ραδιοφωνίας της Κολωνίας διευθύνει εκείνη τη μέρα ο Herbert von Karajan. Πρόκειται για ένα έργο γεμάτο μυστήριο, στο οποίο ο Orff συνοψίζει τις απόψεις του για το τέλος, τραγουδισμένο στα ελληνικά, τα λατινικά και τα γερμανικά.

Ο Carl Orff κηδεύτηκε και θάφτηκε στην μπαρόκ εκκλησία του μοναστηριού Andechs, νότια του Μονάχου.