images
Με γονείς μουσικούς, ο Klee φαινόταν αρχικά να ακολουθεί την οικογενειακή παράδοση.
Στα επτά του σπούδαζε βιολί και ήταν μόλις έντεκα χρονών όταν ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σαν επαγγελματίας μουσικός στην Ορχήστρα της Βέρνης. Η ζωγραφική, που του ασκούσε έλξη από τότε που ήταν μικρό παιδί, τον κέρδισε τελικά...

Οι πίνακές του θυμίζουν παρτιτούρες ή σελίδες βιβλίων. Μουσικά σύμβολα εγγράφονται στην επιφάνεια των μουσαμάδων του, οδηγώντας σε γραμμική αποσύνθεση της φιγούρας, που καταλήγει σε μια προσωπική σημειογραφία, έναν κώδικα προσωπικής χρήσης.

Η μουσική είναι γι αυτόν εμπειρία ζωής. Η σχέση του μαζί της ήταν αυτή ενός επαγγελματία ερμηνευτή.
Ο Paul Klee (1879-1940), ζωγράφος του 20ου αιώνα, λάτρευε τον Μπαχ, τον Χάιντν και ιδιαίτερα τον Μότσαρτ.
Ποτέ δεν υπήρξε δημιουργός μουσικής, αντιμέτωπος με τα προβλήματα της σύνθεσης και την ηχητική γλώσσα.
Είναι χαρακτηριστικός ο σκεπτικισμός του απέναντι στη μουσική της εποχής του, τη μοντέρνα μουσική, όπως εκείνη του Arnold Schoenberg.
Ο Klee υποστήριζε πως η μουσική «τάξη» του Μπαχ και του Μότσαρτ ήταν πολύ πιο τέλεια, περισσότερο περατωμένη.
Πίστευε πως δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να προστεθεί στο σύνολο του έργου εκείνων των συνθετών.
Έτσι, επέλεξε τις εικαστικές τέχνες. Εκεί ένοιωθε πως μπορούσε να διερευνήσει νέες πιθανότητες, να πειραματιστεί, να καινοτομήσει.
Εξοικειωμένος, σαν ερμηνευτής, με τον αντιστικτικό χαρακτήρα των περισσοτέρων συνθέσεων της μουσικής του 18ου αιώνα, αναπόφευκτα, μετέφερε αυτά τα μουσικά στοιχεία σε ένα άλλο υλικό.

Η μουσική είναι ένα από τα βασικά “κλειδιά” ανάγνωσης της τέχνης του: «φωλιάζει στο έργο του και το περιτρέχει σαν ένα υπόγειο ρεύμα…»[1] .

«Το μάτι ακολουθεί τους δρόμους που του ανοίγει το ίδιο το έργο».

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης των έργων του Klee, ακόμα και ο λιγότερο σχετικός ανακαλύπτει τις τιμές που αποδίδει στη μουσική ο ζωγράφος.
Οι τίτλοι των έργων, το θέμα τους, παραπέμπουν στη μουσική ρητά, με σαφήνεια.
Ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης αφορά στα μουσικά σύμβολα - γραφήματα που εμβάλλονται στο κάδρο (ή που υπαινίσσεται ο σχηματισμός τους), ενισχύοντας την εντύπωση ύπαρξης ενός αυτόνομου σύμπαντος συμβόλων που παραπέμπει στις γλωσσολογικές προτάσεις που διατύπωνε ο Saussure.

Η εσωτερική κίνηση μετατρέπεται σε ορατά γραφήματα. Ο Τζούλιο Κάρλο Αργκάν, αναφέρει πως “η έννοια του σημείου, του γραφήματος αναδύεται στην ευρωπαϊκή τέχνη, ακριβώς όταν σε άλλους κλάδους γνώσεων, ιδίως στη γλωσσολογία, εμφανίζονται οι σημειολογικές και δομικές έρευνες: όταν, δηλαδή, κάθε επιστήμη αισθάνεται την ανάγκη, για να αναπτύξει τη μεθοδολογία της, να αναλύσει και να αποσαφηνίσει τη σημασία των σημείων της. Και στην τέχνη η σημειολογική έρευνα είναι η αρχή της απαίτησης να τεθεί ξανά υπό εξέταση ο λόγος και η θεσμική λειτουργία της ίδιας της τέχνης”[2].

Οι τεχνικές της μουσικής σημειογραφίας, θα δώσουν το έναυσμα στον Paul Klee για να εξερευνήσει τρόπους δόμησης του έργου, παίζοντας με όσα στοιχεία προσδίδουν στο σύνολο της εικαστικής σύνθεσης συνεκτικότητα και αυστηρότητα.
Μουσικά σύμβολα μετατοπίζονται, διαχωρίζονται, επαναλαμβάνονται σε ελεύθερα ή αυστηρά σχήματα, δημιουργώντας ρυθμικές φιγούρες που μπορούν πια να ολοκληρωθούν στην περιοχή των πλαστικών τεχνών.
Όπως από τον καιρό του Πυθαγόρα οι σχέσεις των μουσικών διαστημάτων εκφράζονται με μαθηματικές αναλογίες, έτσι και στο έργο του Klee η σχέση ανάμεσα στα διάφορα μέρη του ζωγραφικού πίνακα στηρίζεται στην «αφηρημένη» ακρίβεια των αριθμών.
Και το γνωρίζουμε όλοι: οι αριθμοί είναι το πιο ισχυρό εργαλείο που διαθέτουμε για να περιγράψουμε το σύμπαν.

Αυτά τα «μουσικά μαθηματικά» -όπως ο ίδιος τα ονομάζει- ήταν ήδη γνωστά στον Klee από την (μουσική) τεχνική της παραλλαγής (variation).

Ο χρόνος, ένα θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής εισάγεται και στη ζωγραφική από τον Klee.
Η παράμετρος χρόνος διατρέχει το έργο του από την πρώτη γραμμή που σχεδιάζει ως την ολοκλήρωσή του.
Στα έργα του, οι συνδυασμοί χρωμάτων και σχημάτων υποβάλλουν, με τον τρόπο που έχουν αποδοθεί, πολλαπλές αναγνώσεις: κάθετες, οριζόντιες, διαγώνιες.
Εικόνες που κάμπτονται, ομάδες που συγκλίνουν ή αποκλίνουν δυναμικά, οι αναπαραστάσεις μιας φιγούρας, ακόμα και η θέση της υπογραφής μπορούν να ερμηνευθούν εν χρόνω: μια σειρά γεγονότων.
Το παιχνίδι των εικόνων, οι ζώνες διαφορετικής πυκνότητας μέσα στο ίδιο το έργο, που αυτό δημιουργεί, δημιουργούν την εντύπωση ότι τα αποτυπωμένα σχήματα θα αρχίσουν να κινούνται, να χορεύουν.

Το εικαστικό έργο του Klee, φαίνεται να συγγενεύει με το μουσικό έργο του Schoenberg (και σίγουρα αναφέρεται σε αυτό, όπως δείχνουν κάποιοι τίτλοι έργων της σειράς Αρμονίες). Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο τρόπος που αντιμετωπίζουν την τέχνη τους είναι παρόμοιος.
Επίσης, ο Klee φαίνεται να αποκαθιστά τη διάκριση που έκανε ο Γκαίτε στη Θεωρία των Χρωμάτων, ανάμεσα σε Gestalt (μορφή) και Bildung (ιδεατή "παιδεία").
Θεωρεί πως κάθε φυσική ή καλλιτεχνική μορφή (Form), είναι η διακοπή μιας υφισταμένης κίνησης ανάπτυξης, συνεχούς και απέραντης.
Είναι, επίσης, έκφραση της διαδικασίας σχηματισμού, της μεθόδευσης (Gestaltung) που τη δημιουργεί.
Έτσι, δεν τον ενδιαφέρει να απεικονίσει κάτι που ήδη έχει ένα σχήμα στον εξωτερικό κόσμο ή στη φαντασία του.
Τον ενδιαφέρει να κάνει ορατό, ακολουθώντας τους νόμους της αντίληψης, κάτι που πριν δεν είχε κάποια φαινομενολογική ύπαρξη.
Δεν τον ενδιαφέρει να αναπαραστήσει τη μορφή, αλλά να φανερώσει τη λειτουργία, τη δομή ανάπτυξης που επαληθεύει τη μορφή .
Αντιμετωπίζει την τέχνη ως διϋποκειμενική επικοινωνία: τον ενδιαφέρει να κοινοποιήσει την εικόνα κρατώντας αγνή τη μορφή.
Προσπαθεί να μεταδώσει την εικόνα δίχως τη μεσολάβηση του αντικειμένου ή της φύσης, δίχως να τη μεταφράσει σε αναπαράσταση του εαυτού της, δίχως να της στερήσει την απόλυτη υποκειμενικότητά της, δίχως καμιά a priori συμβολική σκοπιμότητα.
Τον ενδιαφέρει να διεγείρει τη συνείδηση, αλλά όχι να δώσει λύσεις. Τις λύσεις θα τις βρει η συνείδηση στον εαυτό της.

Οι πολυφωνίες του, αποσκοπούν στον συγχρονισμό των αισθήσεων. Όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα παράξενο είδος συναισθησίας που δεν αλλάζει μέσο έκφρασης. Υπάρχει αποκλειστικά και μόνο “μέσα” στο ζωγραφικό έργο.
Και ο Klee, σε αντίθεση με όσα πρέσβευαν τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, θεωρούσε την πολυφωνία της ζωγραφικής του ανώτερη από εκείνη της μουσικής. Άλλωστε, είχε καταφέρει να αποδώσει στη ζωγραφική την “τέταρτη διάσταση” που έλειπε: τον χρόνο.

Τελικά, ας το πούμε απλά: το έργο του Klee λειτουργεί όπως η μουσική. Είναι ένας παράλληλος και αυτόνομος κόσμος που με μυστηριώδη τρόπο ακουμπά τον πραγματικό. Μιλά στις αισθήσεις μας με τον τρόπο της μουσικής. Η ζωγραφική του είναι, για πολλούς, η μουσική δωματίου της σύγχρονης τέχνης.

 

 

------------------------------------------------------------------------

[1] Francis Miroglio, Κλέε: Ένας ζωγράφος και η Μουσική, περιοδικό το Τέταρτο, Νοέμβριος 1985 (μετάφραση Κατερίνα Σχινά)

[2] Τζούλιο Κάρλο Αργκάν, Η Μοντέρνα Τέχνη, μετάφραση Λίνα Παπαδημήτρη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

 

Παραπομπές στη βιβλιογραφία

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, Η Θεωρία των Χρωμάτων, εκδόσεις Σμίλη

Daniela Gamba, Fare pittorico ed essere musicale nell'opera di Paul Klee